αναγνώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναγνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγινώσκω
  2. θα αναγνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγινώσκω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναγνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάγνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.