αναγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναγνώστης | οι | αναγνώστες |
| γενική | του | αναγνώστη | των | αναγνωστών |
| αιτιατική | τον | αναγνώστη | τους | αναγνώστες |
| κλητική | αναγνώστη | αναγνώστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγνώστης < ελληνιστική κοινή ἀναγνώστης < αρχαία ελληνική γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵneh₃-
Ουσιαστικό
αναγνώστης αρσενικό (θηλυκό: αναγνώστρια)
- αυτός που διαβάζει ένα κείμενο
- (θρησκεία) λαϊκός που διαβάζει τα ιερά κείμενα κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.