ανάγνωσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάγνωσμα | τα | αναγνώσματα |
| γενική | του | αναγνώσματος | των | αναγνωσμάτων |
| αιτιατική | το | ανάγνωσμα | τα | αναγνώσματα |
| κλητική | ανάγνωσμα | αναγνώσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάγνωσμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνάγνωσμα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈna.ɣno.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐γνω‐σμα
Ουσιαστικό
ανάγνωσμα ουδέτερο
- οτιδήποτε που διαβάζεται χωρίς ιδιαίτερη μελέτη
- (θρησκεία) οποιοδήποτε απόσπασμα ιερών κειμένων που διαβάζεται σε χριστιανικές ιερές ακολουθίες, όπως οι ευαγγελικές περικοπές, τα αποσπάσματα από Πράξεις Αποστόλων και αποστολικών επιστολών και ομοίως αποσπάσματα ιερών κειμένων σε άλλες θρησκείες.
Αναφορές
- ανάγνωσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.