ακροατήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακροατήριο τα ακροατήρια
      γενική του ακροατηρίου
& ακροατήριου
των ακροατηρίων
    αιτιατική το ακροατήριο τα ακροατήρια
     κλητική ακροατήριο ακροατήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροατήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροατήριον[1] < ἀκροά(ομαι) + -τήριον (> -τήριο)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.aˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροατήριο
Ακροατήριο θεάτρου, Ονορέ Ντωμιέ (1808-1879)

Ουσιαστικό

ακροατήριο ουδέτερο

  1. το κοινό που παρακολουθεί μια καλλιτεχνική εκδήλωση
  2. το σύνολο των πολιτών που παρακολουθούν τη διεξαγωγή μιας δίκης
      Δικαστήριο και ακροατήριο γελούν για το μέγεθος του ψεύδους. (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
  3. η δημόσια διεξαγωγή μιας δίκης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ακροατήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ακροώμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.