αμοραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμοραλισμός | οι | αμοραλισμοί |
| γενική | του | αμοραλισμού | των | αμοραλισμών |
| αιτιατική | τον | αμοραλισμό | τους | αμοραλισμούς |
| κλητική | αμοραλισμέ | αμοραλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμοραλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική amoralisme[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.mo.ɾa.liˈzmos/
Ουσιαστικό
αμοραλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η θεώρηση κατά την οποία υποστηρίζεται ότι δεν υφίστανται ηθικές αξίες με καθολική, ενιαία, παγκόσμια αναγνωρισμένη ισχύ, ότι οι ηθικοί κανόνες αναιρούνται ή και απορρίπτονται βάσει κριτικής και ότι οι ηθικές αντιλήψεις τροποποιούνται κατά τόπο και χρόνο
- (συνεκδοχικά) η απουσία ηθικών αρχών, η έκλυση των ηθών
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- μοραλισμός
Μεταφράσεις
αμοραλισμός
|
- αμοραλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.