αηθικισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αηθικισμός | οι | αηθικισμοί |
| γενική | του | αηθικισμού | των | αηθικισμών |
| αιτιατική | τον | αηθικισμό | τους | αηθικισμούς |
| κλητική | αηθικισμέ | αηθικισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμοραλισμός (απόρριψη οιασδήποτε αρχής)
-
αηθικισμός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αηθικισμός
|
|
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.