αμοραλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμοραλιστικός | η | αμοραλιστική | το | αμοραλιστικό |
| γενική | του | αμοραλιστικού | της | αμοραλιστικής | του | αμοραλιστικού |
| αιτιατική | τον | αμοραλιστικό | την | αμοραλιστική | το | αμοραλιστικό |
| κλητική | αμοραλιστικέ | αμοραλιστική | αμοραλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμοραλιστικοί | οι | αμοραλιστικές | τα | αμοραλιστικά |
| γενική | των | αμοραλιστικών | των | αμοραλιστικών | των | αμοραλιστικών |
| αιτιατική | τους | αμοραλιστικούς | τις | αμοραλιστικές | τα | αμοραλιστικά |
| κλητική | αμοραλιστικοί | αμοραλιστικές | αμοραλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμοραλιστικός < αμοραλισμός
Επίθετο
αμοραλιστικός,ή,ό
- που μαρτυρεί αμοραλισμό, που δείχνει να μη διαθέτει ως στάση ζωής ή ως συμπεριφορά και πρακτική κάποιο ηθικό κίνητρο ή αρχές αλλά απεναντίας εκφράζει ανήθικες, ανέντιμες προθέσεις και μάλλον περιφρόνηση προς τις αρχές που ασπάζεται η πλειοψηφία είτε σε στενά ηθικό πλαίσιο συγκεκριμένης συμπεριφοράς (π.χ. οικογενειακό, ερωτικό) είτε σε γενικότερο (π.χ. πολιτικό, κοινωνικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.