αμελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμελής η αμελής το αμελές
      γενική του αμελούς* της αμελούς του αμελούς
    αιτιατική τον αμελή την αμελή το αμελές
     κλητική αμελή(ς) αμελής αμελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμελείς οι αμελείς τα αμελή
      γενική των αμελών των αμελών των αμελών
    αιτιατική τους αμελείς τις αμελείς τα αμελή
     κλητική αμελείς αμελείς αμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμελής < ἀ- στερητικό + μέλω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.meˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμελής

Επίθετο

αμελής, -ής, -ές, συγκριτικός: αμελέστερος, υπερθετικός:  αμελέστατος

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πλημμελής, επιμελής και μέλει

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.