ανεύθυνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεύθυνος η ανεύθυνη το ανεύθυνο
      γενική του ανεύθυνου της ανεύθυνης του ανεύθυνου
    αιτιατική τον ανεύθυνο την ανεύθυνη το ανεύθυνο
     κλητική ανεύθυνε ανεύθυνη ανεύθυνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεύθυνοι οι ανεύθυνες τα ανεύθυνα
      γενική των ανεύθυνων των ανεύθυνων των ανεύθυνων
    αιτιατική τους ανεύθυνους τις ανεύθυνες τα ανεύθυνα
     κλητική ανεύθυνοι ανεύθυνες ανεύθυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεύθυνος < αρχαία ελληνική ἀνεύθυνος

Επίθετο

ανεύθυνος

  1. που δεν επιδεικνύει την απαιτούμενη υπευθυνότητα, που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του
  2. που δεν είναι υπαίτιος για κάποιο γεγονός
  3. ανεύθυνος άρχοντας: ο ανώτατος άρχοντας (βασιλιάς ή πρόεδρος της δημοκρατίας) από τον οποίο δεν είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες για τις πράξεις του

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.