ανεύθυνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεύθυνος | η | ανεύθυνη | το | ανεύθυνο |
| γενική | του | ανεύθυνου | της | ανεύθυνης | του | ανεύθυνου |
| αιτιατική | τον | ανεύθυνο | την | ανεύθυνη | το | ανεύθυνο |
| κλητική | ανεύθυνε | ανεύθυνη | ανεύθυνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεύθυνοι | οι | ανεύθυνες | τα | ανεύθυνα |
| γενική | των | ανεύθυνων | των | ανεύθυνων | των | ανεύθυνων |
| αιτιατική | τους | ανεύθυνους | τις | ανεύθυνες | τα | ανεύθυνα |
| κλητική | ανεύθυνοι | ανεύθυνες | ανεύθυνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεύθυνος < αρχαία ελληνική ἀνεύθυνος
Επίθετο
ανεύθυνος
- που δεν επιδεικνύει την απαιτούμενη υπευθυνότητα, που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του
- που δεν είναι υπαίτιος για κάποιο γεγονός
- ανεύθυνος άρχοντας: ο ανώτατος άρχοντας (βασιλιάς ή πρόεδρος της δημοκρατίας) από τον οποίο δεν είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες για τις πράξεις του
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανεύθυνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.