πλημμελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλημμελής | η | πλημμελής | το | πλημμελές |
| γενική | του | πλημμελούς* | της | πλημμελούς | του | πλημμελούς |
| αιτιατική | τον | πλημμελή | την | πλημμελή | το | πλημμελές |
| κλητική | πλημμελή(ς) | πλημμελής | πλημμελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλημμελείς | οι | πλημμελείς | τα | πλημμελή |
| γενική | των | πλημμελών | των | πλημμελών | των | πλημμελών |
| αιτιατική | τους | πλημμελείς | τις | πλημμελείς | τα | πλημμελή |
| κλητική | πλημμελείς | πλημμελείς | πλημμελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλημμελής < αρχαία ελληνική πλημμελής < πλήν + μέλος
Συγγενικά
- πλημμέλεια
- πλημμελειοδικείο
- πλημμελειοδίκης
- πλημμέλημα
- πλημμεληματικός
- πλημμελώς
- → δείτε τις λέξεις πλην και μέλος
Μεταφράσεις
πλημμελής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.