αχτίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχτίδα οι αχτίδες
      γενική της αχτίδας των αχτίδων
    αιτιατική την αχτίδα τις αχτίδες
     κλητική αχτίδα αχτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχτίδα < αρχαία ελληνική ἀκτίς

Ουσιαστικό

αχτίδα θηλυκό

  1. Γραμμή φωτός, ακτίνα
    Οι αχτίδες του ήλιου.
  2. (πολιτική) στα κομμουνιστικά κόμματα, βαθμίδα κομματικής οργάνωσης ιεραρχικά ανώτερη από την οργάνωση βάσης
    "το θέμα συζητήθηκε στη συνεδρίαση της αχτίδας πόλης

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.