διακτινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακτινισμός οι διακτινισμοί
      γενική του διακτινισμού των διακτινισμών
    αιτιατική τον διακτινισμό τους διακτινισμούς
     κλητική διακτινισμέ διακτινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακτινισμός < διακτινίζω + -μός

Ουσιαστικό

διακτινισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.