ακτινωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινωτός η ακτινωτή το ακτινωτό
      γενική του ακτινωτού της ακτινωτής του ακτινωτού
    αιτιατική τον ακτινωτό την ακτινωτή το ακτινωτό
     κλητική ακτινωτέ ακτινωτή ακτινωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινωτοί οι ακτινωτές τα ακτινωτά
      γενική των ακτινωτών των ακτινωτών των ακτινωτών
    αιτιατική τους ακτινωτούς τις ακτινωτές τα ακτινωτά
     κλητική ακτινωτοί ακτινωτές ακτινωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Σχηματική απεικόνιση ακτινωτού πεντακύλινδρου κινητήρα τύπου Walter NZ 60. Τα κυλινδροπίστονα είναι σε χρυσό και οι βαλβίδες σε ροζ, ο κύριος διωστήρας είναι βαμμένος σε απαλό μωβ, ενώ οι υπόλοιποι σε μπλε, ο στροφαλοφόρος άξονας είναι βαμμένος σε γκρι και ο δακτύλιος χρονισμού σε κόκκινο. Στον στροφαλοφόρο άξονα θα συνδεθεί η έλικα του αεροπλάνου.

Ετυμολογία

ακτινωτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτινωτός (που διακοσμήθηκε με ακτίνες), και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική radié ή αγγλική radial

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kti.noˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτινωτός

Επίθετο

ακτινωτός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.