ακτινοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινοειδής η ακτινοειδής το ακτινοειδές
      γενική του ακτινοειδούς* της ακτινοειδούς του ακτινοειδούς
    αιτιατική τον ακτινοειδή την ακτινοειδή το ακτινοειδές
     κλητική ακτινοειδή(ς) ακτινοειδής ακτινοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινοειδείς οι ακτινοειδείς τα ακτινοειδή
      γενική των ακτινοειδών των ακτινοειδών των ακτινοειδών
    αιτιατική τους ακτινοειδείς τις ακτινοειδείς τα ακτινοειδή
     κλητική ακτινοειδείς ακτινοειδείς ακτινοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακτινοειδής < ελληνιστική κοινή ἀκτινοειδής (που μοιάζει με ακτίνες) [1][2] Μορφολογικά, ακτινο- + -ειδής.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kti.no.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτινοειδής

Επίθετο

ακτινοειδής, -ής, -ές

  1. που έχει μορφή με ακτίνες
  2. που αποτελείται από ακτίνες

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ακτινοειδώς (επίρρημα)

 και δείτε τις λέξεις ακτίνα και είδος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ακτινοειδής -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.