radio
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| radio | radios |
Ουσιαστικό
radio (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) ραδιοφωνικός, η δραστηριότητα της μετάδοσης προγραμμάτων για να ακούσουν οι άνθρωποι· τα προγράμματα που μεταδίδονται
- ↪ radio news/commercials - ραδιοφωνικές ειδήσεις/διαφημίσεις
- ↪ a radio program/show - ραδιοφωνικό πρόγραμμα
- ↪ He had installed a radio station in his house.
- Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό.
- το ραδιόφωνο, συσκευή που λαμβάνει ηχητικά δεδομένα μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
- ↪ Turn down the radio volume.
- Χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
- ↪ The news was broadcast over the radio.
- Η είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο.
- ↪ Turn down the radio volume.
- ο ασύρματος (η συσκευή)
Εσπεράντο (eo)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | radio | radioj |
| αιτιατική | radion | radiojn |
Ετυμολογία
- radio < radi- + -o
Ιταλικά (it)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.