radio

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
radio radios

Ουσιαστικό

radio (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) ραδιοφωνικός, η δραστηριότητα της μετάδοσης προγραμμάτων για να ακούσουν οι άνθρωποι· τα προγράμματα που μεταδίδονται
    radio news/commercials - ραδιοφωνικές ειδήσεις/διαφημίσεις
    a radio program/show - ραδιοφωνικό πρόγραμμα
    He had installed a radio station in his house.
    Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό.
  2. το ραδιόφωνο, συσκευή που λαμβάνει ηχητικά δεδομένα μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
    Turn down the radio volume.
    Χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
    The news was broadcast over the radio.
    Η είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο.
  3. ο ασύρματος (η συσκευή)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
radio radios

Προφορά

 

Ουσιαστικό

radio (fr) θηλυκό

  1. το ραδιόφωνο
     συνώνυμα: autoradio, baladeur, poste, radiocassette, radio-réveil, transistor
  2. ο ασύρματοςσυσκευή)



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

radio (da)



Εσπεράντο (eo)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική radioradioj
αιτιατική radionradiojn

Ετυμολογία

radio < radi- + -o

Ουσιαστικό

radio (eo)



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
radio radios

Ουσιαστικό

radio (es)

  1. το ραδιόφωνο
  2. (γεωμετρία) η ακτίνα του κύκλου



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

radio < λατινική radium

Ουσιαστικό

radio (it)

  1. το ραδιόφωνο
  2. το χημικό στοιχείο ράδιο



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

radio (no)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

radio (nl)



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

radio (pl)



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

radio (sv)



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

radio (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.