ακροδεξιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροδεξιός η ακροδεξιά το ακροδεξιό
      γενική του ακροδεξιού της ακροδεξιάς του ακροδεξιού
    αιτιατική τον ακροδεξιό την ακροδεξιά το ακροδεξιό
     κλητική ακροδεξιέ ακροδεξιά ακροδεξιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροδεξιοί οι ακροδεξιές τα ακροδεξιά
      γενική των ακροδεξιών των ακροδεξιών των ακροδεξιών
    αιτιατική τους ακροδεξιούς τις ακροδεξιές τα ακροδεξιά
     κλητική ακροδεξιοί ακροδεξιές ακροδεξιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακροδεξιός < ακρο- + δεξιός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική d'extrème droite,[1] [2] extrème droite)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.ðe.ksiˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροδεξιός

Επίθετο

ακροδεξιός, -ά, -ό

  1. (πολιτική) που ανήκει (πολιτικά) στην άκρα δεξιά ή την υποστηρίζει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ακροδεξιά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροδεξιός οι ακροδεξιοί
      γενική του ακροδεξιού των ακροδεξιών
    αιτιατική τον ακροδεξιό τους ακροδεξιούς
     κλητική ακροδεξιέ ακροδεξιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ακροδεξιός αρσενικό (θηλυκό ακροδεξιά)

Μεταφράσεις

  1. ακροδεξιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ακροδεξιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.