ακροδεξιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακροδεξιά | ||
| γενική | της | ακροδεξιάς | ||
| αιτιατική | την | ακροδεξιά | ||
| κλητική | ακροδεξιά | |||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακροδεξιά < ακρο- + δεξιά, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ακροδεξιός
Ουσιαστικό
ακροδεξιά θηλυκό
- (πολιτική) πολιτικός χώρος που συγκεντρώνει κόμματα με συντηρητικές, ολοκληρωτικές και εθνικιστικές απόψεις
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακροδεξιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.