ακροδεξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ακροδεξιά
      γενική της ακροδεξιάς
    αιτιατική την ακροδεξιά
     κλητική ακροδεξιά
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροδεξιά < ακρο- + δεξιά, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ακροδεξιός

Ουσιαστικό

ακροδεξιά θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.