ακριτομυθία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακριτομυθία οι ακριτομυθίες
      γενική της ακριτομυθίας των ακριτομυθιών
    αιτιατική την ακριτομυθία τις ακριτομυθίες
     κλητική ακριτομυθία ακριτομυθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακριτομυθία < μεσαιωνική ελληνική ἀκριτομυθία < αρχαία ελληνική ἀκριτόμυθος < ἄκριτος + μῦθος

Ουσιαστικό

ακριτομυθία θηλυκό (λόγιο)

  1. η ασυνάρτητη φλυαρία, ο άκριτος λόγος
     συνώνυμα: μωρολογία, μπουρδολογία
  2. η απερίσκεπτη ομιλία
     συνώνυμα: ακριτοέπεια
  3. η ανακοίνωση κάποιου μυστικού από απερισκεψία
     αντώνυμα: εχεμύθεια, μυστικότητα
  4. η αθυροστομία, η αθυρογλωσσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.