ανακοίνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακοίνωση οι ανακοινώσεις
      γενική της ανακοίνωσης* των ανακοινώσεων
    αιτιατική την ανακοίνωση τις ανακοινώσεις
     κλητική ανακοίνωση ανακοινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακοινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακοίνωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνακοίνωσις

Ουσιαστικό

ανακοίνωση θηλυκό

  1. η ενημέρωση του κοινού με δημόσια δήλωση, γραπτή ή προφορική
  2. παρουσίαση επιστημονικής ερευνητικής εργασίας σε συνέδριο

Σημειώσεις

  • η οποιαδήποτε επίσημη ανακοίνωση αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή της αποκαλείται ανακοινωθέν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.