ανακοίνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακοίνωση | οι | ανακοινώσεις |
| γενική | της | ανακοίνωσης* | των | ανακοινώσεων |
| αιτιατική | την | ανακοίνωση | τις | ανακοινώσεις |
| κλητική | ανακοίνωση | ανακοινώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακοινώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακοίνωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνακοίνωσις
Ουσιαστικό
ανακοίνωση θηλυκό
- η ενημέρωση του κοινού με δημόσια δήλωση, γραπτή ή προφορική
- παρουσίαση επιστημονικής ερευνητικής εργασίας σε συνέδριο
Σημειώσεις
- η οποιαδήποτε επίσημη ανακοίνωση αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή της αποκαλείται ανακοινωθέν
Μεταφράσεις
ανακοίνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.