ακριτοέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακριτοέπεια | οι | ακριτοέπειες |
| γενική | της | ακριτοέπειας | των | ακριτοεπειών |
| αιτιατική | την | ακριτοέπεια | τις | ακριτοέπειες |
| κλητική | ακριτοέπεια | ακριτοέπειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακριτοέπεια < άκριτος + -ο- + -έπεια (< -επής < αρχαία ελληνική ἔπος)
Ουσιαστικό
ακριτοέπεια θηλυκό
Συνώνυμα
- ακριτομυθία
- ακριτολογία
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακριτοέπεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.