μυστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυστικότητα οι μυστικότητες
      γενική της μυστικότητας των μυστικοτήτων
    αιτιατική τη μυστικότητα τις μυστικότητες
     κλητική μυστικότητα μυστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυστικότητα < (καθαρεύουσα) μυστικότης < μυστικός + -ότης < αρχαία ελληνική μυστικός < μύστης < μυέω / μυῶ < μύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meue-

Ουσιαστικό

μυστικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μυστικού
  2. η προσπάθεια να κρατηθεί κάτι μυστικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.