άκριτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκριτος η άκριτη το άκριτο
      γενική του άκριτου της άκριτης του άκριτου
    αιτιατική τον άκριτο την άκριτη το άκριτο
     κλητική άκριτε άκριτη άκριτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκριτοι οι άκριτες τα άκριτα
      γενική των άκριτων των άκριτων των άκριτων
    αιτιατική τους άκριτους τις άκριτες τα άκριτα
     κλητική άκριτοι άκριτες άκριτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άκριτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκριτος < ἄ- στερητικό + κρί(νω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.kɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκριτος

Επίθετο

άκριτος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που δεν έχει κρίση, που δεν μπορεί να κρίνει
     συνώνυμα: ασυλλόγιστος, ακριτόμυθος, ασύνετος, άβουλος
  2. (για λόγο) που ειπώθηκε ή έγινε αλόγιστα ή επιπόλαια
     συνώνυμα: απερίσκεπτος, αστόχαστος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κρίνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.