αιματοβαμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιματοβαμμένος η αιματοβαμμένη το αιματοβαμμένο
      γενική του αιματοβαμμένου της αιματοβαμμένης του αιματοβαμμένου
    αιτιατική τον αιματοβαμμένο την αιματοβαμμένη το αιματοβαμμένο
     κλητική αιματοβαμμένε αιματοβαμμένη αιματοβαμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιματοβαμμένοι οι αιματοβαμμένες τα αιματοβαμμένα
      γενική των αιματοβαμμένων των αιματοβαμμένων των αιματοβαμμένων
    αιτιατική τους αιματοβαμμένους τις αιματοβαμμένες τα αιματοβαμμένα
     κλητική αιματοβαμμένοι αιματοβαμμένες αιματοβαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιματοβαμμένος < αιματο- + βαμμένος[1], μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αιματοβάφω[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ma.to.vaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιματοβαμμένος

Μετοχή

αιματοβαμμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει βαφτεί ή περιλουστεί με αίμα
  2. που έχει προκαλέσει μεγάλες καταστροφές, μεγάλο αιματοκύλισμα
  3. (λογοτεχνικό) που είναι κατακόκκινος

Συνώνυμα

γεμάτος αίματα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αιματοβαμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.