αιματοβρεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιματοβρεγμένος | η | αιματοβρεγμένη | το | αιματοβρεγμένο |
| γενική | του | αιματοβρεγμένου | της | αιματοβρεγμένης | του | αιματοβρεγμένου |
| αιτιατική | τον | αιματοβρεγμένο | την | αιματοβρεγμένη | το | αιματοβρεγμένο |
| κλητική | αιματοβρεγμένε | αιματοβρεγμένη | αιματοβρεγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιματοβρεγμένοι | οι | αιματοβρεγμένες | τα | αιματοβρεγμένα |
| γενική | των | αιματοβρεγμένων | των | αιματοβρεγμένων | των | αιματοβρεγμένων |
| αιτιατική | τους | αιματοβρεγμένους | τις | αιματοβρεγμένες | τα | αιματοβρεγμένα |
| κλητική | αιματοβρεγμένοι | αιματοβρεγμένες | αιματοβρεγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ma.to.vɾeɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐το‐βρεγ‐μέ‐νος
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . - ρήμα: αιματοβρέχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.