αιματοβάφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιματοβάφω < αιματο- + βάφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ma.toˈva.fo/
Ρήμα
αιματοβάφω, αόρ.: αιματόβαψα, παθ.φωνή: αιματοβάφομαι, π.αόρ.: αιματοβάφτηκα/αιματοβάφηκα, μτχ.π.π.: αιματοβαμμένος
- (δημοτική) βάφω με αίμα
- (μεταφορικά) προκαλώ αιματοχυσία
- (μεταφορικά) δίνω κατακόκκινο χρώμα
Συγγενικά
- αιματοβαμμένος
- αιματοβαφής
- αιματόβαφος
- αιματοβούτηχτος
- αιματοβρέχω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αιματοβάφω | αιματόβαφα | θα αιματοβάφω | να αιματοβάφω | αιματοβάφοντας | |
| β' ενικ. | αιματοβάφεις | αιματόβαφες | θα αιματοβάφεις | να αιματοβάφεις | αιματόβαφε | |
| γ' ενικ. | αιματοβάφει | αιματόβαφε | θα αιματοβάφει | να αιματοβάφει | ||
| α' πληθ. | αιματοβάφουμε | αιματοβάφαμε | θα αιματοβάφουμε | να αιματοβάφουμε | ||
| β' πληθ. | αιματοβάφετε | αιματοβάφατε | θα αιματοβάφετε | να αιματοβάφετε | αιματοβάφετε | |
| γ' πληθ. | αιματοβάφουν(ε) | αιματόβαφαν αιματοβάφαν(ε) |
θα αιματοβάφουν(ε) | να αιματοβάφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αιματόβαψα | θα αιματοβάψω | να αιματοβάψω | αιματοβάψει | ||
| β' ενικ. | αιματόβαψες | θα αιματοβάψεις | να αιματοβάψεις | αιματόβαψε | ||
| γ' ενικ. | αιματόβαψε | θα αιματοβάψει | να αιματοβάψει | |||
| α' πληθ. | αιματοβάψαμε | θα αιματοβάψουμε | να αιματοβάψουμε | |||
| β' πληθ. | αιματοβάψατε | θα αιματοβάψετε | να αιματοβάψετε | αιματοβάψτε | ||
| γ' πληθ. | αιματόβαψαν αιματοβάψαν(ε) |
θα αιματοβάψουν(ε) | να αιματοβάψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αιματοβάψει | είχα αιματοβάψει | θα έχω αιματοβάψει | να έχω αιματοβάψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αιματοβάψει | είχες αιματοβάψει | θα έχεις αιματοβάψει | να έχεις αιματοβάψει | έχε αιματοβαμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αιματοβάψει | είχε αιματοβάψει | θα έχει αιματοβάψει | να έχει αιματοβάψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αιματοβάψει | είχαμε αιματοβάψει | θα έχουμε αιματοβάψει | να έχουμε αιματοβάψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αιματοβάψει | είχατε αιματοβάψει | θα έχετε αιματοβάψει | να έχετε αιματοβάψει | έχετε αιματοβαμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αιματοβάψει | είχαν αιματοβάψει | θα έχουν αιματοβάψει | να έχουν αιματοβάψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αιματοβαμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αιματοβαμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αιματοβαμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αιματοβαμμένο | |||||
Παθητική φωνή: και αόριστος: αιματοβάφηκα.
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αιματοβάφομαι | αιματοβαφόμουν(α) | θα αιματοβάφομαι | να αιματοβάφομαι | ||
| β' ενικ. | αιματοβάφεσαι | αιματοβαφόσουν(α) | θα αιματοβάφεσαι | να αιματοβάφεσαι | ||
| γ' ενικ. | αιματοβάφεται | αιματοβαφόταν(ε) | θα αιματοβάφεται | να αιματοβάφεται | ||
| α' πληθ. | αιματοβαφόμαστε | αιματοβαφόμαστε αιματοβαφόμασταν |
θα αιματοβαφόμαστε | να αιματοβαφόμαστε | ||
| β' πληθ. | αιματοβάφεστε | αιματοβαφόσαστε αιματοβαφόσασταν |
θα αιματοβάφεστε | να αιματοβάφεστε | αιματοβάφεστε | |
| γ' πληθ. | αιματοβάφονται | αιματοβάφονταν αιματοβαφόντουσαν |
θα αιματοβάφονται | να αιματοβάφονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αιματοβάφτηκα | θα αιματοβαφτώ | να αιματοβαφτώ | αιματοβαφτεί | ||
| β' ενικ. | αιματοβάφτηκες | θα αιματοβαφτείς | να αιματοβαφτείς | αιματοβάψου | ||
| γ' ενικ. | αιματοβάφτηκε | θα αιματοβαφτεί | να αιματοβαφτεί | |||
| α' πληθ. | αιματοβαφτήκαμε | θα αιματοβαφτούμε | να αιματοβαφτούμε | |||
| β' πληθ. | αιματοβαφτήκατε | θα αιματοβαφτείτε | να αιματοβαφτείτε | αιματοβαφτείτε | ||
| γ' πληθ. | αιματοβάφτηκαν αιματοβαφτήκαν(ε) |
θα αιματοβαφτούν(ε) | να αιματοβαφτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αιματοβαφτεί | είχα αιματοβαφτεί | θα έχω αιματοβαφτεί | να έχω αιματοβαφτεί | αιματοβαμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αιματοβαφτεί | είχες αιματοβαφτεί | θα έχεις αιματοβαφτεί | να έχεις αιματοβαφτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αιματοβαφτεί | είχε αιματοβαφτεί | θα έχει αιματοβαφτεί | να έχει αιματοβαφτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αιματοβαφτεί | είχαμε αιματοβαφτεί | θα έχουμε αιματοβαφτεί | να έχουμε αιματοβαφτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αιματοβαφτεί | είχατε αιματοβαφτεί | θα έχετε αιματοβαφτεί | να έχετε αιματοβαφτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αιματοβαφτεί | είχαν αιματοβαφτεί | θα έχουν αιματοβαφτεί | να έχουν αιματοβαφτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αιματοβαμμένος - είμαστε, είστε, είναι αιματοβαμμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αιματοβαμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αιματοβαμμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αιματοβαμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αιματοβαμμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αιματοβαμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αιματοβαμμένοι | |||||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.