περιλούζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιλούζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

περιλούζω

  1. βρέχω από κάθε κατεύθυνση, από όλες τις πλευρές
  2. βρίζω κάποιον πάρα πολύ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.