βαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαμμένος | η | βαμμένη | το | βαμμένο |
| γενική | του | βαμμένου | της | βαμμένης | του | βαμμένου |
| αιτιατική | τον | βαμμένο | τη | βαμμένη | το | βαμμένο |
| κλητική | βαμμένε | βαμμένη | βαμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαμμένοι | οι | βαμμένες | τα | βαμμένα |
| γενική | των | βαμμένων | των | βαμμένων | των | βαμμένων |
| αιτιατική | τους | βαμμένους | τις | βαμμένες | τα | βαμμένα |
| κλητική | βαμμένοι | βαμμένες | βαμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βάφω
Μετοχή
βαμμένος -η -ο
- που έχει βαφτεί
- (μεταφορικά) ο φανατικός οπαδός μιας αθλητικής ομάδας, ενός πολιτικού κόμματος κλπ
- είναι βαμμένος Ολυμπιακός από τα γεννοφάσκια του
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.