βαμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαμμένος η βαμμένη το βαμμένο
      γενική του βαμμένου της βαμμένης του βαμμένου
    αιτιατική τον βαμμένο τη βαμμένη το βαμμένο
     κλητική βαμμένε βαμμένη βαμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαμμένοι οι βαμμένες τα βαμμένα
      γενική των βαμμένων των βαμμένων των βαμμένων
    αιτιατική τους βαμμένους τις βαμμένες τα βαμμένα
     κλητική βαμμένοι βαμμένες βαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βάφω

Μετοχή

βαμμένος -η -ο

  1. που έχει βαφτεί
  2. (μεταφορικά) ο φανατικός οπαδός μιας αθλητικής ομάδας, ενός πολιτικού κόμματος κλπ
    είναι βαμμένος Ολυμπιακός από τα γεννοφάσκια του

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.