αιματόβρεκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιματόβρεκτος | η | αιματόβρεκτη | το | αιματόβρεκτο |
| γενική | του | αιματόβρεκτου | της | αιματόβρεκτης | του | αιματόβρεκτου |
| αιτιατική | τον | αιματόβρεκτο | την | αιματόβρεκτη | το | αιματόβρεκτο |
| κλητική | αιματόβρεκτε | αιματόβρεκτη | αιματόβρεκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιματόβρεκτοι | οι | αιματόβρεκτες | τα | αιματόβρεκτα |
| γενική | των | αιματόβρεκτων | των | αιματόβρεκτων | των | αιματόβρεκτων |
| αιτιατική | τους | αιματόβρεκτους | τις | αιματόβρεκτες | τα | αιματόβρεκτα |
| κλητική | αιματόβρεκτοι | αιματόβρεκτες | αιματόβρεκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιματόβρεκτος < → δείτε τη λέξη αιματόβρεχτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.maˈto.vɾe.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐τό‐βρεκ‐τος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.