αηδόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αηδόνα οι αηδόνες
      γενική της αηδόνας
    αιτιατική την αηδόνα τις αηδόνες
     κλητική αηδόνα αηδόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αηδόνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀδηόνα < ἀηδόν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ai̯ˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αηδόνα

Ουσιαστικό

αηδόνα θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αηδόνι

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.