αηδονολαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αηδονολαλιά οι αηδονολαλιές
      γενική της αηδονολαλιάς των αηδονολαλιών
    αιτιατική την αηδονολαλιά τις αηδονολαλιές
     κλητική αηδονολαλιά αηδονολαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αηδονολαλιά < αηδόνι + λαλιά

Ουσιαστικό

αηδονολαλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.