αηδονόστομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αηδονόστομος | η | αηδονόστομη | το | αηδονόστομο |
| γενική | του | αηδονόστομου | της | αηδονόστομης | του | αηδονόστομου |
| αιτιατική | τον | αηδονόστομο | την | αηδονόστομη | το | αηδονόστομο |
| κλητική | αηδονόστομε | αηδονόστομη | αηδονόστομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αηδονόστομοι | οι | αηδονόστομες | τα | αηδονόστομα |
| γενική | των | αηδονόστομων | των | αηδονόστομων | των | αηδονόστομων |
| αιτιατική | τους | αηδονόστομους | τις | αηδονόστομες | τα | αηδονόστομα |
| κλητική | αηδονόστομοι | αηδονόστομες | αηδονόστομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη καλλίφωνος
Μεταφράσεις
αηδονόστομος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.