αηδονόστομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αηδονόστομος η αηδονόστομη το αηδονόστομο
      γενική του αηδονόστομου της αηδονόστομης του αηδονόστομου
    αιτιατική τον αηδονόστομο την αηδονόστομη το αηδονόστομο
     κλητική αηδονόστομε αηδονόστομη αηδονόστομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αηδονόστομοι οι αηδονόστομες τα αηδονόστομα
      γενική των αηδονόστομων των αηδονόστομων των αηδονόστομων
    αιτιατική τους αηδονόστομους τις αηδονόστομες τα αηδονόστομα
     κλητική αηδονόστομοι αηδονόστομες αηδονόστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αηδονόστομος < αηδόνι + -ο- + στόμα + -ος

Επίθετο

αηδονόστομος, -η, -ο

  1. που έχει φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού
  2. ευφραδής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.