ἀείδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weyd-
Ρήμα
ἀείδω (ιωνικός τύπος )
- τραγουδώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 1
- Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
- οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
- Μούσα, τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλέα,
- τον έρμο ! π' όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια.
- (Ιλιάδα, μετάφραση Πάλλη, 1923, Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Α)
- παράγω διάφορους ήχους ή θορύβους
- αττικός τύπος : ᾄδω
Πηγές
- ἀείδω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀείδω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.