ἀείδω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weyd-

Ρήμα

ἀείδω (ιωνικός τύπος)

  1. τραγουδώ
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 1
    Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
    οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
    Μούσα, τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλέα,
    τον έρμο ! π' όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια.
    (Ιλιάδα, μετάφραση Πάλλη, 1923, Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Α)
  2. παράγω διάφορους ήχους ή θορύβους

  • αττικός τύπος: ᾄδω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.