καρακαηδόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρακαηδόνα οι καρακαηδόνες
      γενική της καρακαηδόνας των καρακαηδόνων
    αιτιατική την καρακαηδόνα τις καρακαηδόνες
     κλητική καρακαηδόνα καρακαηδόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρακαηδόνα < κόρακ(ας) + αηδόνα με υποχωρητική αφομοίωση [o] - [a] > [a] - [a] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾa.kai̯ˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρακαηδόνα

Ουσιαστικό

καρακαηδόνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.