ἀηδόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀηδόνιον | τὰ | ἀηδόνιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀηδονίου | τῶν | ἀηδονίων |
| δοτική | τῷ | ἀηδονίῳ | τοῖς | ἀηδονίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἀηδόνιον | τὰ | ἀηδόνιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀηδόνιον | ἀηδόνιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀηδονίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀηδονίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ἀηδόνιον
Ετυμολογία
- ἀηδόνιον < ἀηδών + υποκοριστικό επίθημα -ιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.