résolu

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

résolu < résoudre

Προφορά

ΔΦΑ : /ʁe.zɔ.ly/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό résolu résolus
θηλυκό résolue résolues

résolu (fr) αρσενικό

  1. αποφασιστικός, γεμάτος αποφασιστικότητα
    il est résolu - είναι αποφασιστικός
     συνώνυμα: décidé, déterminé, ferme, hardi, opiniâtre
  2. αποφασισμένος, το έχω πάρει απόφαση
    il est résolu à passer le concours
    είναι αποφασισμένος να παρουσιαστεί στον διαγωνισμό
     συνώνυμα: décidé, prêt
  3. ανενδοίαστος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.