ανενδοίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανενδοίαστος η ανενδοίαστη το ανενδοίαστο
      γενική του ανενδοίαστου της ανενδοίαστης του ανενδοίαστου
    αιτιατική τον ανενδοίαστο την ανενδοίαστη το ανενδοίαστο
     κλητική ανενδοίαστε ανενδοίαστη ανενδοίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανενδοίαστοι οι ανενδοίαστες τα ανενδοίαστα
      γενική των ανενδοίαστων των ανενδοίαστων των ανενδοίαστων
    αιτιατική τους ανενδοίαστους τις ανενδοίαστες τα ανενδοίαστα
     κλητική ανενδοίαστοι ανενδοίαστες ανενδοίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανενδοίαστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνενδοίαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ενδοιασ- (όπως στην αρχαία ελληνική ἐνδοιαστός < ἐνδοιάζω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.nenˈði.a.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανενδοίαστος

Επίθετο

ανενδοίαστος, -η, -ο

  • που δεν έχει ενδοιασμούς, επιφυλάξεις, δισταγμούς, αδίστακτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.