αδίσταχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδίσταχτος η αδίσταχτη το αδίσταχτο
      γενική του αδίσταχτου της αδίσταχτης του αδίσταχτου
    αιτιατική τον αδίσταχτο την αδίσταχτη το αδίσταχτο
     κλητική αδίσταχτε αδίσταχτη αδίσταχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδίσταχτοι οι αδίσταχτες τα αδίσταχτα
      γενική των αδίσταχτων των αδίσταχτων των αδίσταχτων
    αιτιατική τους αδίσταχτους τις αδίσταχτες τα αδίσταχτα
     κλητική αδίσταχτοι αδίσταχτες αδίσταχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδίσταχτος < αδίστακτος με ανομοίωση [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈði.sta.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδίσταχτος

Επίθετο

αδίσταχτος, -η, -ο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.