απολίτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολίτιστος | η | απολίτιστη | το | απολίτιστο |
| γενική | του | απολίτιστου | της | απολίτιστης | του | απολίτιστου |
| αιτιατική | τον | απολίτιστο | την | απολίτιστη | το | απολίτιστο |
| κλητική | απολίτιστε | απολίτιστη | απολίτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολίτιστοι | οι | απολίτιστες | τα | απολίτιστα |
| γενική | των | απολίτιστων | των | απολίτιστων | των | απολίτιστων |
| αιτιατική | τους | απολίτιστους | τις | απολίτιστες | τα | απολίτιστα |
| κλητική | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολίτιστος < α- + πολιτισ(μένος) + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incivilisé)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈli.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λί‐τι‐στος
Επίθετο
απολίτιστος, -η, -ο
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απολίτιστα
- → και δείτε τις λέξεις πολιτισμός και πόλη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- απολίτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.