απολίτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολίτιστος η απολίτιστη το απολίτιστο
      γενική του απολίτιστου της απολίτιστης του απολίτιστου
    αιτιατική τον απολίτιστο την απολίτιστη το απολίτιστο
     κλητική απολίτιστε απολίτιστη απολίτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολίτιστοι οι απολίτιστες τα απολίτιστα
      γενική των απολίτιστων των απολίτιστων των απολίτιστων
    αιτιατική τους απολίτιστους τις απολίτιστες τα απολίτιστα
     κλητική απολίτιστοι απολίτιστες απολίτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απολίτιστος < α- + πολιτισ(μένος) + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incivilisé)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈli.ti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απολίτιστος

Επίθετο

απολίτιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει τρόπους ή ηθική· που είναι αγενής, ασεβής ή βίαιος.
     συνώνυμα: αγενής, αγροίκος, άξεστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.