εξοβελιστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξοβελιστέος | η | εξοβελιστέα | το | εξοβελιστέο |
| γενική | του | εξοβελιστέου | της | εξοβελιστέας | του | εξοβελιστέου |
| αιτιατική | τον | εξοβελιστέο | την | εξοβελιστέα | το | εξοβελιστέο |
| κλητική | εξοβελιστέε | εξοβελιστέα | εξοβελιστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξοβελιστέοι | οι | εξοβελιστέες | τα | εξοβελιστέα |
| γενική | των | εξοβελιστέων | των | εξοβελιστέων | των | εξοβελιστέων |
| αιτιατική | τους | εξοβελιστέους | τις | εξοβελιστέες | τα | εξοβελιστέα |
| κλητική | εξοβελιστέοι | εξοβελιστέες | εξοβελιστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξοβελιστέος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kso.ve.liˈste.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐βε‐λι‐στέ‐ος
Συνώνυμα
- απορριπτέος
- αποβολιμαίος
- αποβλητέος
- οβελιστέος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξοβελιστέος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.