bracket
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| bracket | brackets |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɹækɪt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
bracket (en)
- (τυπογραφία, μαθηματικά, πληροφορική) σύμβολο, συνήθως σε ζεύγη (αριστερό, δεξιό σύμβολο), που χρησιμοποιούνται για να ξεχωρίσουν κείμενο, όπως και στις μαθηματικές εκφράσεις
- ↪ angle brackets - γωνιώδεις αγκύλες -
<…> - ↪ curly brackets - άγκιστρα -
{…} - ↪ round brackets - παρενθέσεις -
(…) - ↪ square brackets - αγκύλες -
[…]
- ↪ angle brackets - γωνιώδεις αγκύλες -
- η τάξη, τιμή, ηλικία, εισόδημα κ.λπ. που βρίσκονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο
- ↪ He belongs to the top income bracket.
- Ανήκει στην ανώτατη εισοδηματική τάξη.
- ↪ He belongs to the top income bracket.
Υπερώνυμα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.