οξυγώνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυγώνιος η οξυγώνια το οξυγώνιο
      γενική του οξυγώνιου της οξυγώνιας του οξυγώνιου
    αιτιατική τον οξυγώνιο την οξυγώνια το οξυγώνιο
     κλητική οξυγώνιε οξυγώνια οξυγώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυγώνιοι οι οξυγώνιες τα οξυγώνια
      γενική των οξυγώνιων των οξυγώνιων των οξυγώνιων
    αιτιατική τους οξυγώνιους τις οξυγώνιες τα οξυγώνια
     κλητική οξυγώνιοι οξυγώνιες οξυγώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οξυγώνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξυγώνιος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε οξυ- + -γώνιος.

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ksiˈɣo.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οξυγώνιος

Επίθετο

οξυγώνιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.