αγκυλοστομίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκυλοστομίαση | οι | αγκυλοστομιάσεις |
| γενική | της | αγκυλοστομίασης* | των | αγκυλοστομιάσεων |
| αιτιατική | την | αγκυλοστομίαση | τις | αγκυλοστομιάσεις |
| κλητική | αγκυλοστομίαση | αγκυλοστομιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυλοστομιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκυλοστομίαση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.lo.stoˈmi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκυ‐λο‐στο‐μί‐α‐ση
Ουσιαστικό
αγκυλοστομίαση θηλυκό
Μεταφράσεις
αγκυλοστομίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.