αβαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβαρία | οι | αβαρίες |
| γενική | της | αβαρίας | των | αβαριών |
| αιτιατική | την | αβαρία | τις | αβαρίες |
| κλητική | αβαρία | αβαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβαρία < (άμεσο δάνειο) ιταλική avaria (ζημία πλοίου) < αραβική عوارية (ʿawāriyya) < عوار (ʿawār) < عور (ʿawira: χάνω το ένα μάτι, γίνομαι μονόφθαλμος) < ρίζα ع و ر (ʿ-w-r)
Ουσιαστικό
αβαρία θηλυκό
- οποιαδήποτε οικονομική ζημιά ή βλάβη, ιδίως σε επιχείρηση, που επέρχεται κατά τη μεταφορά πραγμάτων[1]
- υποχώρηση που εκφράζεται με μείωση απαιτήσεων ή αξιώσεων έναντι τρίτων[2]
- πέταμα φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου[2]
- (ναυτικός όρος) έκτακτα έξοδα ή ζημιές που επέρχονται σε πλοίο ή στο φορτίο, από τη στιγμή του απόπλου μέχρι τον κατάπλου και την εκφόρτωσης [1]
Συγγενικά
-
αβαρία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οικονομική βλάβη
Αναφορές
- Λεξικόν νομικής, διοικήσεως και αστυνομίας, τόμ. A΄ (Αθήνα: Δημητράκος, χ.χ.έ. ⟨π. 1930⟩), σ. 1.
- αβαρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.