αβαριάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβαριάτος | η | αβαριάτη | το | αβαριάτο |
| γενική | του | αβαριάτου | της | αβαριάτης | του | αβαριάτου |
| αιτιατική | τον | αβαριάτο | την | αβαριάτη | το | αβαριάτο |
| κλητική | αβαριάτε | αβαριάτη | αβαριάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβαριάτοι | οι | αβαριάτες | τα | αβαριάτα |
| γενική | των | αβαριάτων | των | αβαριάτων | των | αβαριάτων |
| αιτιατική | τους | αβαριάτους | τις | αβαριάτες | τα | αβαριάτα |
| κλητική | αβαριάτοι | αβαριάτες | αβαριάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβαριάτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική avariato < avaria (αβαρία)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
αβαριάτος, -η, -ο
- εμπόρευμα προερχόμενο από ζημία (αβαρία)
- φθορά ή αλλοίωση από μη ενδεδειγμένη χρήση
- (μεταφορικά) ατημέλητος, ασουλούπωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.