αβαριάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαριάτος η αβαριάτη το αβαριάτο
      γενική του αβαριάτου της αβαριάτης του αβαριάτου
    αιτιατική τον αβαριάτο την αβαριάτη το αβαριάτο
     κλητική αβαριάτε αβαριάτη αβαριάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαριάτοι οι αβαριάτες τα αβαριάτα
      γενική των αβαριάτων των αβαριάτων των αβαριάτων
    αιτιατική τους αβαριάτους τις αβαριάτες τα αβαριάτα
     κλητική αβαριάτοι αβαριάτες αβαριάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβαριάτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική avariato < avaria (αβαρία)

Προφορά

  • λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

αβαριάτος, -η, -ο

  1. εμπόρευμα προερχόμενο από ζημία (αβαρία)
  2. φθορά ή αλλοίωση από μη ενδεδειγμένη χρήση
  3. (μεταφορικά) ατημέλητος, ασουλούπωτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.