απόπλους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απόπλους | οι | απόπλοι |
| γενική | του | απόπλου | των | απόπλων |
| αιτιατική | τον | απόπλου & απόπλουν |
τους | απόπλους |
| κλητική | απόπλου | απόπλοι | ||
| Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
| Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόπλους < ἀπό + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε από- + πλους
Ουσιαστικό
απόπλους αρσενικό
Συνώνυμα
- απόπλευση
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.