πέταμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέταμα τα πετάματα
      γενική του πετάματος των πεταμάτων
    αιτιατική το πέταμα τα πετάματα
     κλητική πέταμα πετάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέταμα < πετώ + -μα

Ουσιαστικό

πέταμα ουδέτερο

  1. εκτόξευση, ρίψη
  2. η απόρριψη πραγμάτων που δεν χρειαζόμαστε
     αντώνυμα: φύλαξη
  3. η δαπάνη που δεν είναι απαραίτητη
     συνώνυμα: ξόδεμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πετώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.