αναγκασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναγκασμός | οι | αναγκασμοί |
| γενική | του | αναγκασμού | των | αναγκασμών |
| αιτιατική | τον | αναγκασμό | τους | αναγκασμούς |
| κλητική | αναγκασμέ | αναγκασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγκασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αναγκασμός αρσενικό
Μεταφράσεις
αναγκασμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.