αβίαστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβίαστα < επίθετο αβίαστος

Επίρρημα

αβίαστα

  1. χωρίς πίεση, καταναγκασμό ή βιασύνη, ελεύθερα, ήρεμα
    Ο χρόνος κύλησε αβίαστα.
  2. αυθόρμητα, φυσικά, εύκολα
    Η αντίδρασή του ήρθε αβίαστα.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.