αήθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | αήθης | το | άηθες | ||
| γενική | του/της | αήθους* | του | αήθους | ||
| αιτιατική | τον/την | αήθη | το | άηθες | ||
| κλητική | αήθη | άηθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | αήθεις | τα | αήθη | ||
| γενική | των | αήθων | των | αήθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | αήθεις | τα | αήθη | ||
| κλητική | αήθεις | αήθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀήθης < ἀ- (στερητικό) + ἦθ(ος) + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈi.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ή‐θης
- ομόηχο: αήθεις
Επίθετο
αήθης, -ης, άηθες
- χωρίς ήθος. Βαρύς χαρακτηρισμός για επιθετική, προσβλητική ενέργεια
- ↪ αήθης επίθεση, αήθης συμπεριφορά, αήθης παραπληροφόρηση
- ↪ Θεωρώ άηθες αυτό που έκανες.
Συνώνυμα
- ανήθικος
- → δείτε και τις λέξεις ανάρμοστος, απρεπής, απάδων και ανοίκειος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- αήθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αήθης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.