ἀήθης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἀηθεσ-
ονομαστική / ἀήθης τὸ ἄηθες
      γενική τοῦ/τῆς ἀήθους τοῦ ἀήθους
      δοτική τῷ/τῇ ἀήθει τῷ ἀήθει
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀήθη τὸ ἄηθες
     κλητική ! ἄηθες ἄηθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀήθεις τὰ ἀήθη
      γενική τῶν ἀήθων τῶν ἀήθων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀήθεσ(ν) τοῖς ἀήθεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀήθεις τὰ ἀήθη
     κλητική ! ἀήθεις ἀήθη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀήθει τὼ ἀήθει
      γεν-δοτ τοῖν ἀήθοιν τοῖν ἀήθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀήθης < ἀ- (στερητικό) + ἦθ(ος) + -ης

Επίθετο

ἀήθης, -ης, ἄηθες

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.